- γηραιότατος
- γηραιόςaged: masc nom superl sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
γηραιότατος — γηραιός aged masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek